- θεοσεβούμενος
- tanrıya hürmeteden, dindar, mümin
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ντεβότος — και τεβόντος, η, ον (Μ) αφοσιωμένος στον Θεό, πιστός, θεοσεβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. devot < λατ. devotus «ευσεβής, αφοσιωμένος» < λατ. devoveo «καθιερώνω, αφοσιώνομαι»] … Dictionary of Greek